- θιάμα
- και θυάμα, τοβλ. θαύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θάμα με ανάπτυξη ημιφώνου [ι] κατ' αναλογία ή ίσως και κατά παρετυμολογική σύνδεση με το θιός*. Ο τ. θυάμα και τα υποτιθέμενα παράγωγα του θυαμάζομαι και θυαμαίνομαι αποτελούν απλώς εσφ. γρφ. τών θιάμα, θιαμάζω, θιαμαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.